Η αθλητική καρδιολογία αφορά:

  1. Στη θωράκιση των αθλητών και των αθλούμενων από καρδιαγγειακά προβλήματα που προϋπάρχουν και εκδηλώνονται με την έντονη άθληση. Η θωράκιση αυτή βασίζεται στον αναλυτικό αθλητικό και προαγωνιστικό καρδιολογικό έλεγχο, ο οποίος στοχεύει στον εντοπισμό τυχόν προβλημάτων και στην “οριοθέτηση” της αθλητικής δραστηριότητας ανάλογα με τα προβλήματα που τυχόν διαγνώσκονται.
  2. Στην εξειδικευμένη παρακολούθηση της καρδιαγγειακής υγείας των αθλητών. Η καρδιά του αθλητή, ειδικά εκείνου που ασχολείται με αθλήματα αντοχής, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες σε σχέση με την καρδιά του μέσου ατόμου, οι οποίες στις διαγνωστικές εξετάσεις προσομοιάζουν με την εικόνα σοβαρών παθήσεων. Ως αποτέλεσμα αρκετές φορές παρατηρούνται διαγνώσεις που ανησυχούν αδίκως τους αθλητές. Η αθλητική καρδιολογία εξειδικεύεται στον προσδιορισμό και στον διαχωρισμό μεταξύ παθολογικού και φυσιολογικού στην ιδιαίτερη καρδιαγγειακή εικόνα του αθλητή.

Τα άτομα που αθλούνται πρέπει να υποβάλλονται σε κάποιας μορφής ιατρικό έλεγχο, με σκοπό να εξακριβωθεί αν κάποια καρδιακή ή άλλη πάθηση αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής βλάβης και, κατά συνέπεια, επηρεάζει τη δυνατότητα συμμετοχής με ασφάλεια στην αθλητική δραστηριότητα

Ο αθλητικός καρδιολογικός έλεγχος περιλαμβάνει:

Ανάλογα με τα ευρήματα του ως άνω ελέγχου, διενεργούνται πρόσθετες εξετάσεις:

Επίσης μπορεί να δοθεί παραπεμπτικό για άλλες διαγνωστικές εξετάσεις , όπως αξονική στεφανιογραφία καρδιάς, μαγνητική τομογραφία καρδιάς, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη αρρυθμιών, στεφανιογραφία κ.λπ.

Υπάρχουν γενικά τρεις λόγοι για τους οποίους αυτός που ασκείται πρέπει να κάνει καρδιολογικό έλεγχο:

Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία συστήνει σε όλα τα παιδιά ηλικίας άνω των 12 ετών και όλους τους ενήλικες, εφόσον συμμετέχουν σε ανταγωνιστικά αθλήματα, να υποβάλλονται σε καρδιολογικό έλεγχο κάθε 2 χρόνια.